Τον άντρα τον πολύπραγο τραγούδησε μου, ώ Μούσα, πού περισσά πλανήθηκε, σάν κούρσεψε της Τροίας το ιερό κάστρο, καὶ πολλών ανθρώπων είδε χώρες κι έμαθε γνώμες, και πολλά στα πέλαγα βρήκε πάθια, για μια ζωή παλεύοντας και γυρισμό συντρόφων. Μα πάλε δεν τους γλύτωσε, κι αν το ποθούσε, εκείνους, τι από δική τους χάθηκαν οι κούφιοι αμυαλωσύνη, του Ήλιου του Ύπερίονα σαν έφαγαν τα βόδια, κι αυτός τους πήρε τη γλυκειά του γυρισμού τους μέρα.

Monday, October 8, 2007

ΤΟ ΠΑΝΑΝΘΡΩΠΙΝΟ ΕΜΒΑΤΗΡΙΟ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ

του 'Αγγελου Σικελιανού

Ομπρός ! Με ορθή, μεσούρανη

της Λευτεριάς τη δάδα,

ανοίγεις δρόμο, Ελλάδα,

στον 'Ανθρωπον ... Ομπρός !

Ορμάνε πρώτοι οι Έλληνες

κι όλοι οι λαοί σιμά Σου

-μεγάλο τ' όνομα Σου-

βροντοφωνάν: "Ομπρός,

" ομπρός, να γίνουμε ο τρανός

στρατός που θα νικήσει,

σ' Ανατολή και Δύση,

το μαύρο φίδι ομπρός,

" ομπρός, κ' η Ελλάδα σκώθηκε

και διασκορπάει τα σκότη !

Ανάστα, η Ανθρωπότη,

Κι ακλούθα την ... Ομπρός !"

Οι λύκοι

Του Παλαμα

“Βοσκοί, στη μάντρα της Πολιτείας, οι λύκοι! Οι λύκοι!
Στα όπλα, Ακρίτες! Μακριά και οι φαύλοι και οι περιττοί,
Καλαμαράδες και δημοκόποι και μπολσεβίκοι
Για λόγους άδειους ή για του ολέθρου τα έργα βαλτοί»

Wednesday, August 29, 2007

ΜΕ ΤΟ ΣΠΑΘΙ

του Περικλή Γιαννόπουλου

Ο Αλέξανδρος αρχίζει την πραγματική ελληνική ιστορία.
Ντροπή σας να συζητάτε με τον Σκυλόφραγκο
αν η μακεδονική γη είναι δική σας γη.
Και να τον πείσεις, δεν τον πείθεις τον ληστή.
Ή μόνος του ή με σμπίρους βαλτούς
θα προσπαθήσει να σας πάρει κάθε γη.
Οι πολιτισμοί που σας έμαθαν
οι δασκαλοτσούτσηδες να προσκυνάτε μπρούμητα,
σας καμπανίζουν κατάμουτρα με άγρια χαστούκια:
η μόνη δικαιοσύνη είναι το σπαθί!

Και είναι ανήθικον και άσκοπον
και το να σας δώσουν και το να δεχθείτε τι.
Και να σας δώσουν, αν είσθε σάπιοι,
ο πρώτος δυνατός θα σας το πάρει.
Το ηθικόν είναι, αν είσθε σάπιοι,
να σας ξεπατώσουν και να καθαρίσουν τη γη!

Πάψετε σαπιοδιδάσκαλοι και σαπιορήτορες,
αναφορατζήδες, με τα σάλια ξεφτυλίζετε τη φυλή.
Πάψετε παλιόγριες τις κλάψες, τα σάλια,
τα μελάνια, και πιάστε το σπαθί.
Τα πάντα στη ζωή, η φύσις το λέει,
κατακτιώνται με το σπαθί.
Και έτσι είναι και μόνο έτσι πρέπει να είναι!

*
Το παραπάνω κείμενο , δεν είναι ποίημα . Γράφτηκε από τον Γιαννόπουλο μέσα στο βιβλίο του «Έκκλησις προς το πανελλήνιον κοινον».

Sunday, March 4, 2007

Καϋμένη Πατρίδα

Tου Μιχαὴλ Ἀγγελάκης

Ἀπὸ τὸ «Ἐν Πλῷ», ἐκδόσεις Κνωσός, Ἀθήνα 1999.

Τὸ πονεμένο βογγητό σου
ἐμπορεύονται
σὲ συρμάτινα παζάρια.
Τὴν ἀνάσα σου ξεπουλοῦν
ὅσο- ὅσο,
καὶ σύ, ταπεινὴ κι ἀνήμπορη,
περιμένης ὅπως καὶ τότε
ὅπως καὶ πάντα
ἀπὸ τοὺς ταπεινοὺς καὶ τοὺς ἀνήμπορους.
Γιατὶ αὐτοὶ εἶναι ἡ σάρκα σου
Πατρίδα.

Καϋμένη Πατρίδα.
Ταπεινό κι ἀσήμαντο
χοχλάδι τῆς ἀκρογιαλιᾶς,
ἀναστενάζω
στὸ πήγαινέλα
τῶν μολυσμένων ὑδάτων.

Wednesday, February 21, 2007

H προς την Πατρίδα Aγάπη μου

του Βαλαωρίτη Aριστοτέλη

Δεν είναι διαβατάρικο πουλί, που για μια μέρα
σχίζει τα νέφη και περνά γοργό σαν τον αγέρα,
ούτε κισσός, π' αναίσθητος την πέτρα περιπλέκει
ούτ' αστραπή, που σβύνεται χωρίς αστροπελέκι,
δεν είναι νεκροθάλασσα, βοή χωρίς σεισμό,
νοιώθω για σε, πατρίδα μου, στα σπλάχνα χαλασμό.

Προβόδισμα

του Ανδρέα Λασκαράτου

Σύρτε, στίχοι μου, σύρτε τυπωθείτε
Δεν είναι πουλιό στον κόσμο αφορεστάδες
βουβοί , σβησμένοι, πάν' οι υποκριτάδες
και σεις μπορείτε τώρα να φανείτε.
Λεύθεροι στίχοι , ελεύθερα μιλείτε.
Στηλιτέψετε ολούθε τσι ασχημάδες
Παρόμοια σε λαϊκούς ή σε παπάδες.
Εμπαίξετ' τες όπου τες ιδείτε.
Στην Αίγυφτό σας ως και σεις κρυμμένοι,
Άγγελος και σ' εσάς φέρνει την είδηση.
«Ελάτε», σας φωνάζει «είν’ πεθαμένοι
Οι ζητούντες να πνίξουν τη συνείδηση»
Σύρτε, στίχοι μου, εβγήτε παρρησία
και φωνάξετε : Ζήτω ελευθερία.

Πατρίδες! αέρας , γη..

του Κωστή Παλαμά

Πατρίδες! Αέρας , Γη , νερό , φωτιά! Στοιχεία
αχάλαστα, και αρχή και τέλος των πλασμάτων,
σα θα περάσω στη γαλήνη των μνημάτων,
θα σας ξανάβρω, πρώτη και στερνή ευτυχία!

Αέρας μέσα μου ο λαός των ονειράτων
στον αέρα θα πάει θα πάει στην αιωνία
φωτιά , φωτιά κι ο λογισμός μου , τη μανία
των παθών μου θα πάρ’ η λύσσα των κυμάτων

Το χωματόπλαστο κορμί χώμα και κείνο
αέρας , γη , νερό , φωτιά θα ξαναγίνω,
κι από’ των ονείρων τον αέρα κι από’ την πύρα

του λογισμού , κι από τη σάρκα τη λιωμένη ,
κι απ’ των παθών τη θάλασσα πάντα θα βγαίνει
ήχου πνοή , παράπονο σαν από λύρα

Απ' όπου άν τα 'χης, πες μας τα, ω θεά, του Δία κόρη. όλοι που τότες τον πολύ το χαλασμό ξεφύγαν γυρίσανε, από πόλεμο και θάλασσα σωσμένοι, και μόνο εκειόνε, σπιτικό και ταίρι στερημένο, η Καλυψώ η τρισέμορφη θεά τόνε κρατούσε, γιατί άντρα της τον ήθελε στις βαθουλές σπηλιές της. Μα ο γύρος σαν τελέστηκε των χρόνων, κι ήρθε η ώρα, που τυ 'χανε οι θεοί γραφτό στό Θιάκι να ξανάρθη στο σπιτικό του, μήτ' εκεί δεν του 'λειψαν οι αγώνες, και σε δικούς κοντα.