Τον άντρα τον πολύπραγο τραγούδησε μου, ώ Μούσα, πού περισσά πλανήθηκε, σάν κούρσεψε της Τροίας το ιερό κάστρο, καὶ πολλών ανθρώπων είδε χώρες κι έμαθε γνώμες, και πολλά στα πέλαγα βρήκε πάθια, για μια ζωή παλεύοντας και γυρισμό συντρόφων. Μα πάλε δεν τους γλύτωσε, κι αν το ποθούσε, εκείνους, τι από δική τους χάθηκαν οι κούφιοι αμυαλωσύνη, του Ήλιου του Ύπερίονα σαν έφαγαν τα βόδια, κι αυτός τους πήρε τη γλυκειά του γυρισμού τους μέρα.

Wednesday, February 21, 2007

H προς την Πατρίδα Aγάπη μου

του Βαλαωρίτη Aριστοτέλη

Δεν είναι διαβατάρικο πουλί, που για μια μέρα
σχίζει τα νέφη και περνά γοργό σαν τον αγέρα,
ούτε κισσός, π' αναίσθητος την πέτρα περιπλέκει
ούτ' αστραπή, που σβύνεται χωρίς αστροπελέκι,
δεν είναι νεκροθάλασσα, βοή χωρίς σεισμό,
νοιώθω για σε, πατρίδα μου, στα σπλάχνα χαλασμό.

Προβόδισμα

του Ανδρέα Λασκαράτου

Σύρτε, στίχοι μου, σύρτε τυπωθείτε
Δεν είναι πουλιό στον κόσμο αφορεστάδες
βουβοί , σβησμένοι, πάν' οι υποκριτάδες
και σεις μπορείτε τώρα να φανείτε.
Λεύθεροι στίχοι , ελεύθερα μιλείτε.
Στηλιτέψετε ολούθε τσι ασχημάδες
Παρόμοια σε λαϊκούς ή σε παπάδες.
Εμπαίξετ' τες όπου τες ιδείτε.
Στην Αίγυφτό σας ως και σεις κρυμμένοι,
Άγγελος και σ' εσάς φέρνει την είδηση.
«Ελάτε», σας φωνάζει «είν’ πεθαμένοι
Οι ζητούντες να πνίξουν τη συνείδηση»
Σύρτε, στίχοι μου, εβγήτε παρρησία
και φωνάξετε : Ζήτω ελευθερία.

Πατρίδες! αέρας , γη..

του Κωστή Παλαμά

Πατρίδες! Αέρας , Γη , νερό , φωτιά! Στοιχεία
αχάλαστα, και αρχή και τέλος των πλασμάτων,
σα θα περάσω στη γαλήνη των μνημάτων,
θα σας ξανάβρω, πρώτη και στερνή ευτυχία!

Αέρας μέσα μου ο λαός των ονειράτων
στον αέρα θα πάει θα πάει στην αιωνία
φωτιά , φωτιά κι ο λογισμός μου , τη μανία
των παθών μου θα πάρ’ η λύσσα των κυμάτων

Το χωματόπλαστο κορμί χώμα και κείνο
αέρας , γη , νερό , φωτιά θα ξαναγίνω,
κι από’ των ονείρων τον αέρα κι από’ την πύρα

του λογισμού , κι από τη σάρκα τη λιωμένη ,
κι απ’ των παθών τη θάλασσα πάντα θα βγαίνει
ήχου πνοή , παράπονο σαν από λύρα

Απ' όπου άν τα 'χης, πες μας τα, ω θεά, του Δία κόρη. όλοι που τότες τον πολύ το χαλασμό ξεφύγαν γυρίσανε, από πόλεμο και θάλασσα σωσμένοι, και μόνο εκειόνε, σπιτικό και ταίρι στερημένο, η Καλυψώ η τρισέμορφη θεά τόνε κρατούσε, γιατί άντρα της τον ήθελε στις βαθουλές σπηλιές της. Μα ο γύρος σαν τελέστηκε των χρόνων, κι ήρθε η ώρα, που τυ 'χανε οι θεοί γραφτό στό Θιάκι να ξανάρθη στο σπιτικό του, μήτ' εκεί δεν του 'λειψαν οι αγώνες, και σε δικούς κοντα.