Τον άντρα τον πολύπραγο τραγούδησε μου, ώ Μούσα, πού περισσά πλανήθηκε, σάν κούρσεψε της Τροίας το ιερό κάστρο, καὶ πολλών ανθρώπων είδε χώρες κι έμαθε γνώμες, και πολλά στα πέλαγα βρήκε πάθια, για μια ζωή παλεύοντας και γυρισμό συντρόφων. Μα πάλε δεν τους γλύτωσε, κι αν το ποθούσε, εκείνους, τι από δική τους χάθηκαν οι κούφιοι αμυαλωσύνη, του Ήλιου του Ύπερίονα σαν έφαγαν τα βόδια, κι αυτός τους πήρε τη γλυκειά του γυρισμού τους μέρα.

Sunday, March 4, 2007

Καϋμένη Πατρίδα

Tου Μιχαὴλ Ἀγγελάκης

Ἀπὸ τὸ «Ἐν Πλῷ», ἐκδόσεις Κνωσός, Ἀθήνα 1999.

Τὸ πονεμένο βογγητό σου
ἐμπορεύονται
σὲ συρμάτινα παζάρια.
Τὴν ἀνάσα σου ξεπουλοῦν
ὅσο- ὅσο,
καὶ σύ, ταπεινὴ κι ἀνήμπορη,
περιμένης ὅπως καὶ τότε
ὅπως καὶ πάντα
ἀπὸ τοὺς ταπεινοὺς καὶ τοὺς ἀνήμπορους.
Γιατὶ αὐτοὶ εἶναι ἡ σάρκα σου
Πατρίδα.

Καϋμένη Πατρίδα.
Ταπεινό κι ἀσήμαντο
χοχλάδι τῆς ἀκρογιαλιᾶς,
ἀναστενάζω
στὸ πήγαινέλα
τῶν μολυσμένων ὑδάτων.

No comments:

Απ' όπου άν τα 'χης, πες μας τα, ω θεά, του Δία κόρη. όλοι που τότες τον πολύ το χαλασμό ξεφύγαν γυρίσανε, από πόλεμο και θάλασσα σωσμένοι, και μόνο εκειόνε, σπιτικό και ταίρι στερημένο, η Καλυψώ η τρισέμορφη θεά τόνε κρατούσε, γιατί άντρα της τον ήθελε στις βαθουλές σπηλιές της. Μα ο γύρος σαν τελέστηκε των χρόνων, κι ήρθε η ώρα, που τυ 'χανε οι θεοί γραφτό στό Θιάκι να ξανάρθη στο σπιτικό του, μήτ' εκεί δεν του 'λειψαν οι αγώνες, και σε δικούς κοντα.